αλλεργία

αλλεργία
(Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο με 14,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής Α. περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.811,1 ημέρες.
* * *
η
1. (Βιολ. -Ιατρ.)
αντίδραση υπερευαισθησίας τού οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του
2. αποστροφή, αηδία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλλος + -εργία πρβλ. αγγλ. allergy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλεργία — η (από το άλλος και έργο με την έννοια «διαφορετική αντίδραση») (ιατρ.), μεγάλη ευαισθησία του οργανισμού, μη φυσιολογική, σε ορισμένες ουσίες: Όταν φάει αβγό, παθαίνει αλλεργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλεργικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αλλεργία 2. αυτός που έχει χαρακτήρα ασυμβίβαστο προς κάτι, αυτός που αισθάνεται αποστροφή, αηδία για κάτι 3. ως ουσ. αυτός που εμφανίζει συμπτώματα αλλεργίας σε κάποια ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλεργία + κατάλ. ικός*, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • αλλεργιογόνος — ο αυτός που προκαλεί αλλεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλεργία* + γόνος*, πρβλ. αγγλ. allergene και allergenic] …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • Allergie — Allergischer Hautausschlag Als Allergie (griechisch αλλεργία, „die Fremdreaktion“, von griechisch ἄλλος allos, „anders, fremd, eigenartig“ und ἔργον ergon, „die Arbeit, Reaktion“) wird eine überschießende A …   Deutsch Wikipedia

  • Allergiker — Allergischer Hautausschlag Als Allergie (griechisch αλλεργία, „die Fremdreaktion“, von altgriechisch ἄλλος allos, „anders, fremd“ und …   Deutsch Wikipedia

  • Allergisch — Allergischer Hautausschlag Als Allergie (griechisch αλλεργία, „die Fremdreaktion“, von altgriechisch ἄλλος allos, „anders, fremd“ und …   Deutsch Wikipedia

  • Allergische Reaktion — Allergischer Hautausschlag Als Allergie (griechisch αλλεργία, „die Fremdreaktion“, von altgriechisch ἄλλος allos, „anders, fremd“ und …   Deutsch Wikipedia

  • Coombs-Gell-Klassifikation — Allergischer Hautausschlag Als Allergie (griechisch αλλεργία, „die Fremdreaktion“, von altgriechisch ἄλλος allos, „anders, fremd“ und …   Deutsch Wikipedia

  • Fremdallergene — Allergischer Hautausschlag Als Allergie (griechisch αλλεργία, „die Fremdreaktion“, von altgriechisch ἄλλος allos, „anders, fremd“ und …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”